ιλυόλουτρο

ιλυόλουτρο
το
λουτρό μέσα σε ιλύ ιαματικών πηγών, λασπόλουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, -ύος + λουτρό. Η λ. στον πληθ. ἰλυόλουτρα μαρτυρείται από το 1865 στον Σπ. Κοντολέοντα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιλύς — η (ΑΜ ἰλύς, ύος) 1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών 2. κατακάθι, καθίζημα αρχ. ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu «λάσπη μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ …   Dictionary of Greek

  • λασπόλουτρο — το λουτρό σε λάσπη μεταλλικής πηγής, ιλυόλουτρο …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”